- σχάσεως
- σχάσεω̆ς , σχάσιςslittingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμήθειο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pm· ανήκει στην οικογένεια των λανθανιδών, έχει ατομικό αριθμό 61 και είναι γνωστά μερικά ισότοπά του, όλα ραδιενεργά, από τα οποία κοινότερο είναι το Pm147 (με περίοδο υποδιπλασιασμού 2,6 έτη). Το π. ακόμα δεν… … Dictionary of Greek
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… … Dictionary of Greek